- ἐτεόκριθος
- ἐτεόκριθοςgenuinefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετεόκριθος — ἐτεόκριθος, ἡ (Α) το γνήσιο, το καθαρό κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεός «αληθινός, γνήσιος» + κριθος < κριθή (πρβλ. εύ κριθος)] … Dictionary of Greek
κριθή — ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ) 1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι 2. ο καρπός τού φυτού αυτού («οἴνω δ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ… … Dictionary of Greek